- καταφάνεια
- καταφάνεια, ἡ (Α) [καταφανής]1. καθαρότητα, διαφάνεια2. σαφήνεια, ενάργεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταφάνεια — clearness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφανείας — καταφανείᾱς , καταφάνεια clearness fem acc pl καταφανείᾱς , καταφάνεια clearness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφάνειαν — καταφάνεια clearness fem acc sg καταφά̱νειαν , καταφαίνω declare aor opt act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)